Το 1952, ο Σουηδός καθηγητής Per-Ingvar Brånemark διεξήγαγε ένα ενδιαφέρον πείραμα. Χρησιμοποίησε ένα εμφύτευμα από τιτάνιο, για τη μελέτη της ροή του αίματος σε ένα οστό λαγού. Όταν ολοκληρώθηκε το πείραμα, ανακάλυψε με έκπληξη ότι το εμφύτευμα είχε ενσωματωθεί στο οστό και δεν μπορούσε πλέον να αφαιρεθεί.
Ο Brånemark ονόμασε αυτή την ανακάλυψή του Οστεοενσωμάτωση (osseointegration), συνδυάζοντας την ελληνική λέξη οστέον (osteon) και τη λατινική λέξη για την “ενσωμάτωση”, integrare.
Ο καθηγητής κατάλαβε αμέσως πως οι δυνατότητες που προσφέρει η νέα αυτή ανακάλυψη είναι τεράστιες.
Η εφαρμογή της οστεοενσωμάτωσης στην Οδοντιατρική ξεκίνησε κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το 1965, ο Brånemark τοποθέτησε για πρώτη φορά εμφυτεύματα σε άνθρωπο. Ο ασθενής ήταν ο Gösta Larsson. Τα εμφυτεύματα παρέμειναν στη θέση τους μέχρι το θάνατο του άντρα 40 χρόνια μετά, το 2005.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες, ο Brånemark πολέμησε το επιστημονικό κατεστημένο, υποστηρίζοντας με σθένος την οστεοενσωμάτωση και την ανάγκη αποδοχής της από την επιστημονική κοινότητα. Καταλυτικό ρόλο στην ευρύτερη διάδοση της ανακάλυψης και στην οριστική αποδοχή της έπαιξε το Συνέδριο του Τορόντο που έλαβε χώρα το 1983.
Σήμερα η οστεοενσωμάτωση είναι μια πολύ κοινή, ευρέως χρησιμοποιούμενη και αποτελεσματική πρακτική, για την αποκατάσταση ασθενών με σοβαρά προβλήματα. Η εκτεταμένη χρήση της έχει οδηγήσει σε αρκετές προσθήκες, αλλαγές και ενίοτε απλοποιήσεις και βελτιώσεις των εμφυτευμάτων και εργαλείων που χρησιμοποιούνται στις διάφορες κλινικές εφαρμογές της οστεοενσωμάτωσης.